Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Επί Ματαίω, του Β.Π.Σκόρδου

στον Νίκο Α.

Θανατοθραύστης
της ματαιότητας ο διασκεδαστής
ο πασίχαρος ελευθερωτής και δήθεν σκλάβος
και οι Αθάνατοι να έχουν βαρεθεί
την ζωή τους

κερδίζω και ερωτεύομαι
χάνω και χάνομαι
κάτω από τον ουρανό
σε ένα λόφο από
ασχήμιες και φάρσες
σε ένα σώμα από
αδέσποτα άνοστα αστεία
που βρήκαν στόχο.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Θυσίες στον Ποσειδώνα

Ανεξάρτητο
  Γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου ? Γιατί συνεχίζω να πιστεύω πως τα πράγματα θα αλλάξουν και μάλιστα προς το καλύτερο ? Γιατί δεν μπορώ να δω τα πάντα, όπως πραγματικά είναι και αντίθετα, γεμίζω τον εαυτό μου με ψεύτικες ελπίδες ?
  Βέβαια, τι άλλη επιλογή έχω ? Να σκάψω ένα λάκκο και να περιμένω να με θάψουν ? Να τα παρατήσω και να συμφιλιωθώ με το γεγονός πως η ζωή μου θα παραμείνει για πάντα έτσι ?
  Όχι ! Το αρνούμαι ! Αρνούμαι να συμβιβαστώ με αθέμιτες καταστάσεις και αρνούμαι να προσκυνώ ψεύτικα είδωλα ! Τώρα ξέρω πως για να βρω την Ελένη, αρκεί να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι. Αρκεί να προσέξω πως ζω μέσα σε μια βάρκα που βουλιάζει και πως όσο νερό και αν πετάξω έξω, η τρύπα δεν θα μπαλωθεί ποτέ. Πρέπει να καταφέρω να πετάξω μακριά τον κουβά που χρησιμοποιώ για να αδειάσω το νερό, που πλέον έχει γίνει κομμάτι του εαυτού μου και να αρχίσω να κολυμπώ.
  Πρέπει να εγκαταλείψω το κατάστρωμα και να σε αφήσω δεμένη στο κατάρτι. Νόμιζες πως ήταν παιχνίδι… Νόμιζες πως το έκανα για να σε κρατήσω μακριά από τις σειρήνες… Δεν κατάλαβες όμως, πως εσύ ήσουν η σειρήνα… Με οδήγησες στα βράχια και τώρα μπάζουμε νερά.
  Δεν λέω φταίω και εγώ. Έπρεπε να κρατήσω τα μάτια μου στην θάλασσα μπροστά και να μην σε αφήσω να γίνεις καπετάνιος. Ή τουλάχιστον έπρεπε να είμαι αρκετά πολυμήχανος, για να ετοιμάσω την σωστική λέμβο, χρόνια πριν… Στο κάτω κάτω, εγώ ήμουν που σου μάθαινα, πως πάντα έπρεπε να ξετυλίγεις πίσω σου ένα μίτο, ώστε να μπορείς να διαφύγεις από τον λαβύρινθο.
  Σε έδεσα λοιπόν, ώστε να σε κρατήσω μακριά μου. Γιατί ήξερα πως αν σε άφηνα, θα με έπειθες να μείνω. Θα με έπειθες να συνεχίσω να αδειάζω τα νερά, λέγοντας πως έβλεπες στεριά. Εκμεταλλευόμενη την μυωπία μου και την αγάπη μου. Μα εγώ ξέρω καλύτερα. Δεν υπάρχει στεριά για την αγάπη μας. Μόνο ατέλειωτη θάλασσα. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από την αρχή, από το πώς άρχισε το ταξίδι, ότι δεν θα φτάναμε στον προορισμό μας. Ποιος πέταξε κοντά στον ήλιο και δεν έλιωσαν τα φτερά του ? Τα κύματα θα μας χτυπούν αιώνια…
  Τώρα είμαστε πλέον στο μάτι του κυκλώνα. Δεν υπάρχει διέξοδος. Σε όποια κατεύθυνση και αν πλεύσουμε καταιγίδες μας περιμένουν. Προτιμώ να στέκομαι εδώ και να χαίρομαι τα ελάχιστα λεπτά ηρεμίας, που μας περιμένουν. Μα δεν θα σου μιλήσω. Δεν θα σε χαιρετήσω. Πονάει πολύ και ξέρω πως αν σου πω μια λέξη, αν σου ρίξω μια ματιά, θα με πείσεις πως δεν υπάρχει καμία Σκύλλα και καμία Χάρυβδη κρυμμένες στην ομίχλη.
  Απλά πρέπει να πέσω στο νερό και να αφήσω το πλοίο μας να πάει στον πάτο. Εύχομαι ο Ποσειδώνας να σου φερθεί καλά. Εγώ πρέπει να ξεφύγω από αυτό το ναυάγιο. Πρέπει να βρω την δύναμη να κολυμπήσω και να βρω καινούργια βάρκα… Μια που θα επιπλέει…
  Θα πηδήξω στην θάλασσα ! Και σαν θα δω τα νερά να φτάνουν στα μικρά σου ποδαράκια, θα το μετανιώσω. Θα προσπαθήσω να σε φτάσω, μα η θάλασσα θα σε έχει πλέον στην αγκαλιά της. Και καθώς θα βλέπω τα θλιμμένα ματάκια σου να σκεπάζονται από τα κατάμαυρα νερά, θα βουτήξω και θα σε ακολουθήσω. Θα προσπαθήσω να σε φτάσω, για μια τελευταία φορά, μα θα είναι πλέον αργά. Θα έχεις ήδη πνιγεί και ο αέρας μου θα τελειώνει. Η θερμοκρασία μου θα πέφτει επικίνδυνα και θα αναπολώ την ζεστή σου αγκαλιά. Θα ‘θελα να σουν εδώ….
  Θα ξαναβγώ στην επιφάνεια απελπισμένος. Θα πάρω μια βαθειά ανάσα και θα ξεκινήσω να κολυμπώ. Η θύελλα θα έχει πια κοπάσει, μα τα γκρίζα σύννεφα θα με ακολουθούν ακόμα. Σαν Στυμφαλίδες όρνιθες θα πετούν απειλητικά πάνω από το κορμί μου.
  Θα κολυμπήσω χωρίς πυξίδα, δίχως ήλιο ή αστέρια να μου δείξουν τον δρόμο για την Ιθάκη. Απλά ξέρω πως κάποιο πλοίο θα συναντήσω και θα συνεχίσω για μια ακόμη φορά το ταξίδι. Ξέρω πως ο ήλιος θα ξαναβγεί και ο Απόλλωνας θα με ζεστάνει με της χρυσές του ηλιαχτίδες. Και ξέρω, πως κάποια στιγμή θα φτάσω την στεριά. Αρκεί να βρω το κατάλληλο καράβι…
  Έτσι θα σωθώ… Το ξέρω. Μα δεν ξέρω αν έχω την δύναμη να το κάνω. Πώς μπορώ να αποδεχθώ, πως όλα τελειώσαν ? Πώς μπορώ να παρατήσω, όσα έχτισα ? Σε αγαπάω μάτια μου, πώς μπορώ να σε αφήσω να πνιγείς ?!

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Μακρύς, σκοτεινός διάδρομος

  Η ψυχή είναι ένας μακρύς, σκοτεινός διάδρομος. Όταν γνωρίζεις κάποιον, σου ανοίγει την πόρτα της ψυχής του και σου επιτρέπει την είσοδο. Τα πρώτα σου βήματα, στο νέο αυτό περιβάλλον, είναι σίγουρα. Από την πόρτα που μπήκες, εισβάλει φως και σου φωτίζει τον δρόμο. Όμως τα πλάσματα που ζουν εκεί μέσα, έχουν συνηθίσει το σκοτάδι. Το φως τα τρομάζει και κρύβονται ακόμα πιο βαθειά, στα έγκατα της ψυχής.
  Θέλεις να τα κυνηγήσεις, όμως το φως που μπαίνει από την πόρτα δεν φτάνει να φωτίσει τον υπόλοιπο δρόμο. Φακό έχεις, όμως οι μπαταρίες έχουν πια αδειάσει από την πολύ χρήση, στα σκοτεινά δωμάτια της δικής σου ψυχής. Τα σπίρτα σου είναι βρεγμένα, από τις πολλές βουτιές στα όνειρά σου. Και ο διακόπτης της λάμπας στον τοίχο, έπαψε να λειτουργεί εδώ και χρόνια, από την αχρησία. Έχεις μόνο δύο επιλογές. Να γυρίσεις και να τρέξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς, έξω από την πόρτα που μπήκες, προς την μάταιη αναζήτηση, μιας πιο φιλόξενης ψυχής, ή να κλείσεις την πόρτα και να χαθείς στο σκοτάδι. Αρκεί να συνεχίσεις να περπατάς και να αφήσεις τις υπόλοιπες αισθήσεις σου να οξυνθούν, να δυναμώσουν και να σε οδηγήσουν. Και ξαφνικά, θα δεις…
  Απλά περπάτα και πριν το καταλάβεις, στους τοίχους του διαδρόμου, θα προσέξεις εικόνες. Είναι πίνακες στους οποίους χαράχτηκαν τα όνειρα, οι επιθυμίες και οι ελπίδες του. Είναι πίνακες γεμάτοι πανέμορφα χρώματα και πρωτόγνωρα σχέδια, που εκπέμπουν μία ακατανόητη ζεστασιά. Άλλοι είναι φρεσκοβαμμένοι, με το άρωμα τις μπογιάς να διακατέχει τον χώρο, ενώ άλλοι είναι πια σκονισμένοι και ξεθωριασμένοι. Όμως, υπάρχουν ακόμα εκεί…
  Στη συνέχεια, θα ακούσεις κραυγές και ουρλιαχτά. Μην τρομάξεις, απλά προχώρα και αναζήτησε την πηγή. Θα δεις αγάλματα λαβωμένα, ραγισμένα και σπασμένα, να κλαίνε και να πονάνε. Είναι μία συλλογή από τις πληγές που στιγμάτισαν τον ιδιοκτήτη και το κάθε άγαλμα, είναι μία ανάμνηση του κάθε λάθους, της κάθε προδοσίας και του κάθε ψέματος που πίστεψε και βαθειά μέσα του, τον πλήγωσε. Τα βλέπεις και τα ακούς και  αισθάνεσαι την θλίψη και την λησμονιά τους, να σε κυκλώνουν. Δέξου τες μες στην καρδιά σου. Μην τους αρνηθείς την είσοδο και θα προσέξεις πως τα αγάλματα ηρεμούν, ησυχάζουν. Ακόμα πονάνε αλλά όχι όσο πριν. Πλέον, δεν αισθάνονται μόνα…
  Και καθώς πλησιάζεις στο τέλος του διαδρόμου, θα βρεις κάτι μικρά πλασματάκια, παρατεταγμένα στις δύο πλευρές του διαδρόμου, σαν ορχήστρα να παίζουν μουσική. Είναι μικρά κομμάτια του εαυτού του, τα οποία παλεύουν διαρκώς για το ποιο θα επικρατήσει. Όμως δεν κρατάνε όπλα. Χρησιμοποιούν όργανα και την φωνή τους, για να πει το καθένα το δικό του τραγούδι, με το δικό του ανεξάρτητο ρυθμό. Ένα μείγμα μουσικής, που όλα μαζί δημιουργούν το τραγούδι της ψυχής του… Αυτό που ακούς να αναβλύζει από μέσα του, κάθε φορά που είσαι μαζί του… Κοιτώντας τα πλάσματα από κοντά, θα αναγνωρίσεις αρκετά. Θα δεις την οργή, την ευθυμία, τον πόθο, την ευγένεια, το μίσος, την ζήλεια και άλλα πολλά. Θα δεις τι όργανα κρατάνε. Θα ακούσεις πως τραγουδάνε. Μα ποιο σημαντικά θα ακούσεις την έντασή της μουσικής του καθενός…
  Και όταν αντικρίσεις τον άνθρωπο που κάθεται στον θρόνο, στο τέλος του διαδρόμου και ακούει αμίλητος την μουσική, θα καταλάβεις. Όλα τα κομμάτια θα μπουν στην θέση τους. Όσα έμαθες στον μακρύ αυτό περίπατο, στο σκοτεινό διάδρομο της ψυχής του, θα ενωθούν και θα σου δείξουν την εικόνα που έψαχνες να βρεις. Το μεγάλο μυστικό, που βρισκόταν τόσο καιρό κρυμμένο, θα εμφανιστεί μπροστά σου. Θα σηκωθεί από τον θρόνο, θα σε πλησιάσει χαμογελώντας και θα σε αγκαλιάσει. Θα μπορέσεις να δεις το πραγματικό του πρόσωπο και θα ξέρεις πως πήρε αυτή την μορφή. Μα πάνω από όλα, θα ξέρεις πώς να τον βοηθήσεις, να πάρει την μορφή, που είδες στους πίνακες… Θα ξέρεις πως να γιατρέψεις τις πληγές, που είδες στα αγάλματα… Θα ξέρεις πώς να τον κάνεις να ακούσει την κατάλληλη μουσική… Μόνο τότε, θα τον ξέρεις πραγματικά…
  Τελικά δεν είναι δύσκολο να γνωρίσεις την ψυχή κάποιου. Αρκεί να έχεις την υπομονή και το θάρρος, να συνηθίσεις το σκοτάδι και ξαφνικά όλα θα λάμψουν…

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα κομμάτι Λωτό

  Πόσο ζηλεύω το πλήρωμα του Οδυσσέα… Πόσο θα ήθελα να είχα και εγώ, ένα λωτό. Αυτό το μαγικό φρούτο, που σύμφωνα με τον Όμηρο, μια μπουκιά του ήταν αρκετή, για να ξεχάσεις τα πάντα… Τα πάντα ! Ότι με πλήγωσε… Όλα τα όνειρα που δεν πραγματοποίησα ποτέ… Όλες τις αγάπες που με μίσησαν… Όλες τις φιλίες που με πρόδωσαν… Ότι ήμουν και δυστυχώς, δεν είμαι πια … Ότι ήθελα να γίνω, και ξέρω, πως όσο και αν προσπαθήσω δεν θα γίνω ποτέ… Ότι έψαχνα και ποτέ δεν βρήκα… Κάθε αίσθημα θλίψης, μοναξιάς, ενοχής… Κάθε λάθος που έκανα και δεν ζήτησα συγνώμη… Τα πάντα ! Θα τα ξεχνούσα όλα και θα μπορούσα να κάνω μια καινούργια αρχή.
  Μια καινούργια αρχή, ελεύθερος από τις αλυσίδες, που με κρατάνε πάλι εδώ… Μια καινούργια αρχή, γιατρεμένος από τις ουλές, που στιγματίζουν την ψυχή μου. Μια καινούργια αρχή, καθαρισμένος, από τη σκόνη της παλιάς μου ζωής. Μόνο έτσι θα φύγω, για να μπορώ να προχωρήσω… Μόνο έτσι θα έχω χώρο, για καινούργιες πληγές, για να μπορώ να παλέψω… Μόνο έτσι θα ανοίξω τον εαυτό μου, για να μπορεί να μπει κόσμος να με γνωρίσει…να με γοητέυσει…να με αγαπήσει…
  Είναι ο μόνος τρόπος να σωθώ… Η μόνη διέξοδος στα προβλήματά μου… Να γεννηθώ ξανά και πάλι από την αρχή να ανακαλύψω τον κόσμο. Να ζήσω, πάλι από την αρχή… Να γευτώ, να μυρίσω, να δω, να ακούσω και να αγγίξω, πάλι από την αρχή… Να αγαπήσω, πάλι από την αρχή… Μια δεύτερη ευκαιρία…
  Όμως, πώς μπορώ να αποφύγω τις παγίδες που έπεσα, αν δεν θυμάμαι που βρίσκονταν ? Πώς μπορώ να αποφύγω τους ανθρώπους που με πλήγωσαν, αν δεν  θυμάμαι πως με κοιτούσαν ? Πώς μπορώ να αποφύγω τον πόνο που με σκότωσε, αν δεν θυμάμαι που κρυβόταν ? Πολύ φοβάμαι, ότι πάλι εδώ θα καταλήξω… Μόνος και λαβωμένος, να κλαίω και να ζητάω απεγνωσμένα, ένα κομμάτι λωτό…

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Μαγικά Κόλπα

  Από όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι πως λάτρευα να βλέπω μάγους… Με πήγαινε ο πατέρας μου, στα σόου τους και τους παρακολουθούσα, να εκτελούν το ένα μαγικό κόλπο μετά το άλλο. Θα εξαφάνιζαν κουνέλια στα καπέλα τους και θα εμφάνιζαν περιστέρια από τα μανίκια τους. Πράξεις μαγείας, όπως νόμιζα τότε…
  Μεγαλώνοντας, υπήρξα και εγώ, από καιρό σε καιρό, μάγος… Και το μεγαλύτερό μου κόλπο, η εξαφάνιση από την ζωή του πατέρα μου… Όταν πέθανε η μάνα μου και ο πατέρας μου κατέληξε αλκοολικός, συνειδητοποίησα, πως είχα μείνει ορφανή. Το να συνεχίσω να ζω μαζί του, μόνο πόνο μου προξενούσε… Έτσι πήρα την μεγάλη απόφαση και στα δεκαέξι μου, έφυγα από το σπίτι. Η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ… Ή έτσι πίστευα, μέχρι που μπήκε από την πόρτα του νοσοκομείου και τον αντίκρισα…

  Μεγαλώνοντας, υπήρξα και εγώ, από καιρό σε καιρό, μάγος, εκτελώντας πολλά κόλπα… Συγκράτησα την θλίψη μου καλά. Την άρπαζα από τα αυτιά και την πετούσα μέσα στο μαύρο, ημίψηλο καπέλο. Το ξαναφορούσα, με μια βαθιά ανάσα και υποκλινόμουν, καθώς το κόλπο της εξαφάνισης είχε πετύχει…
  Με την εμφάνιση, όμως του πατέρα μου, έκανα ένα κόλπο διαφορετικό. Τράβηξα τα μανίκια μου και ξεπετάχτηκαν από το πουθενά, αισθήματα λησμονιάς. Πήγα να τα πιάσω, να τα βάλω πίσω, μα εκείνα έβγαλαν φτερά και πέταξαν διάσπαρτα. Ο μπαμπάς μου, μου έλειπε περισσότερο από ποτέ… Δεν ήταν όμως περιστέρια, αυτά που ξεπρόβαλλαν από τα μανίκια μου. Ήταν μεγάλα όρνεα, που πετούσαν κυκλικά γύρω από το κεφάλι μου, ψάχνοντας την κατάλληλη στιγμή, να επιτεθούν στην λεία τους. Όμως δεν θα έπεφτα τόσο εύκολα…
  Από όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι πως λάτρευα να βλέπω μάγους… Βέβαια τώρα που μεγάλωσα, συνειδητοποίησα πως δεν επρόκειτο για μάγους, αλλά για ταχυδακτυλουργούς. Τα κουνέλια, δεν εξαφανίζονταν μέσα στα καπέλα, απλά κρύβονταν εκεί… Τα περιστέρια δεν εμφανίζονταν από το πουθενά, απλά υπήρχαν ήδη, στα μανίκια του εκάστοτε ταχυδακτυλουργού…
  Αυτό ήταν που με τρόμαζε περισσότερο. Το γεγονός ότι δεν ήμουν μάγος, αλλά μια απλή ταχυδακτυλουργός. Τα κουνέλια, θα έμεναν πάντα στο καπέλο μου και αντίστοιχα τα περιστέρια, υπήρχαν πάντα στα μανίκια μου. Ήταν μόνο θέμα χρόνου να εμφανιστούν…

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Προσευχή

  Εγώ ποτέ μου δεν ήμουν ιδιέτερα θρήσκος. Ναι, πίστευα στο Θεό και πήγαινα συχνότερα από τους περισσότερους, αν και όχι συχνά, στην εκκλησία. Αλλά ποτέ μου δεν πίστεψα στην προσευχή, με την έννοια του να ζητάς κάτι από το Θεό. Είτε ήταν λεφτά, είτε υγεία, είτε ευτυχία. Απλά δεν πιστεύω πως έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Ο Θεός, δεν μπλέκεται στις ζωές μας. Δεν υπάρχουν θαύματα, απλά τύχη. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Θεός εμπλέκεται στις ζωές μας… Όχι, όταν στον επάνω όροφο του νοσοκομείου, εκείνη την στιγμή, κάποιο παιδί πέθαινε από καρκίνο. Όχι, όταν όλα αυτά συμβαίνουν γύρω μας… Όχι, όταν η Karen, η κοπέλα που αγαπώ, είναι ακόμα σε κόμμα.
  Ο Θεός δεν μας βοηθάει ενεργά, αλλά ούτε μας τιμωρεί. Απλά υπάρχει και μας βοηθάει να συνέχισουμε τις ζωές μας, γιατί μας βοηθάει να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος θεός. Μας συμφέρει να νομίζουμε πως κάποιος άλλος είναι υπεύθυνος για την ζωή μας, για να μην ενοχοποιούμε τους εαυτούς μας. Μας συμφέρει να νομίζουμε πως τα θαύματα υπάρχουν, για να μην χάνουμε ελπίδα. Αλλά η πικρή αλήθεια είναι, πως όσο και αν προσευχηθείς, όσο και αν ζεις την ζωή σου μακριά από την αμαρτία και δίπλα στην αγάπη για όλους, όσο και αν νιώθεις δίπλα στον Θεό, στο τέλος, πάλι στο χώμα θα καταλήξεις και εσύ και αυτοί που αγαπάς. Ο Θεός θα είναι δίπλα σου, θα σου κρατάει το χέρι, αλλά δεν θα σε σώσει, όταν η καταστροφή, όποια και αν είναι, σε πλησιάζει. Απλά θα σε φιλήσει στο μέτωπο για καληνύχτα και θα σου πει, πως όλα θα πάνε καλά…
  Όλα αυτά τα ήξερα, τα πίστευα και τα πιστεύω ακόμη. Παρόλα αυτά, εκείνη τη μέρα, πήγα και άναψα ένα κερί. Πήγα μπροστά από μία θέση, γονάτισα, έσκυψα το κεφάλι και προσευχήθηκα… Προσευχήθηκα για την Karen, για την οικογένεια μου, για τους φίλους μου, ακόμα και για την Martha, το κορίτσι που μόλις είχα γνωρίσει… Μα πάνω από όλα, προσευχήθηκα για εμένα…για τη δική μου σωτηρία…